«Στση λύρας τα πατήματα, στσι χόρδες του λαγούτου,
ξελησμονώ και τραγουδώτου ψεύτη κόσμου ετούτου»
Το κρητικό λαούτο σε σχέση με τα άλλα είδη Λαούτου είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και έχει το χαμηλότερο κούρδισμα εξαιτίας της λύρας και του μελωδικού της ρόλου σε σχέση με αυτό. Το λαούτο που γνωρίζουμε σήμερα είναι η μετεξέλιξη του αναγεννησιακού και υπάρχει στην Κρήτη από την εποχή του Κορνάρου, τόσο ως όργανο συνοδείας, όσο και μελωδίας ή αυτοσχεδιασμού. Κατασκευαστικά, το ηχείο που παλιότερα είχε ωοειδές σχήμα σε σχέση με το κυκλικής μορφής σημερινό, κατασκευάζονταν από λεπτά κυρτά σανίδια κέδρου ή πεύκου που το έκλεινε από πάνω μια άλλη λεπτή σανίδα ξύλου. Εκεί ακριβώς, προκειμένου να θέσουν τα διαστήματα των φθόγγων από το λαιμό ως την κεφαλή, τοποθετούσαν έναν εγκάρσιων διαιρέσεων πήχη από έβενο. Έχει 8 χορδές, δηλαδή 4 ζευγάρια που αντιστοιχούν στις νότες: [σολ, ρε, λα, μι]. Οι χορδές των τριών ζευγαριών κουρδίζονται συνήθως στην ταυτοφωνία ενώ εκείνες του τέταρτου ζεύγους στην οκτάβα. Το κούρδισμα του λαούτου, θεωρείται γενικά δύσκολο και οι τρόποι κουρδίσματος ποικίλλουν. Παίζεται με χειροποίητη πένα που έχει επιμεληθεί ο μουσικός, από φτερό αρπακτικού πουλιού τσακισμένο στα δύο ή μακριά πλαστική πένα.
«Αν έχει η Κρήτη δυο ψυχές, η μια ψυχή 'ναι η λύρα,
κι είναι γεμάτη έρωτα, ήλιο, φωθιά κι αλμύρα»
Η λύρα, σε μορφή και σχήμα παρόμοιο με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να χρησιμοποιείται στην Kρήτη, σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάμε σε παραλλαγές στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο και αλλού) θεωρείται το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Η λύρα αυτή κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα από τα μέσα του 20ου αιώνα κυρίως εξαιτίας της επιρροής σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών.
H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νομός Pεθύμνου. Μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν κυρίως μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Κατά το παίξιμου τα γερακοκούδουνα μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας.
Τα κύρια είδη λύρας που συναντάμε σήμερα στην Κρήτη είναι τα ακόλουθα:
ΤΟ ΛΥΡΑΚΙ. Είναι η πρώτη μορφή λύρας μικρότερη σε μέγεθος από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα και έχει ήχο οξύ.
Η ΒΡΟΝΤΟΛΥΡΑ. Είναι μεγάλη σε μέγεθος λύρα με βαθύτερο σκάφος και ήχο μπάσο.
Η BIOΛOΛYPA. Το σχήμα της είναι παρόμοιο με αυτό του βιολιού. Προέκυψε ως μια απόπειρα εξευρωπαϊσμού τη λύρας κατά το μεσοπόλεμο, εξαιτίας και της αποδοχής που έχαιρε το βιολί τα χρόνια εκείνα στην Κρήτη. Σήμερα, δεν τη συναντάμε πλέον τόσο συχνά.
Η ΑΧΛΑΔΟΣΧΗΜΗ. Είναι η γνωστή σε όλους σημερινή λύρα. Είναι κάτι ανάμεσα στο λυράκι και στη βροντόλυρα σε μέγεθος και ήχο. Η λύρα αυτή είναι που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Κρητική μουσική.