«Στση λύρας τα πατήματα, στσι χόρδες του λαγούτου,
ξελησμονώ και τραγουδώτου ψεύτη κόσμου ετούτου»

Το κρητικό λαούτο σε σχέση με τα άλλα είδη Λαούτου είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και έχει το χαμηλότερο κούρδισμα εξαιτίας της λύρας και του μελωδικού της ρόλου σε σχέση με αυτό. Το λαούτο που γνωρίζουμε σήμερα είναι η μετεξέλιξη του αναγεννησιακού και υπάρχει στην Κρήτη από την εποχή του Κορνάρου, τόσο ως όργανο συνοδείας, όσο και μελωδίας ή αυτοσχεδιασμού. Κατασκευαστικά, το ηχείο που παλιότερα είχε ωοειδές σχήμα σε σχέση με το κυκλικής μορφής σημερινό, κατασκευάζονταν από λεπτά κυρτά σανίδια κέδρου ή πεύκου που το έκλεινε από πάνω μια άλλη λεπτή σανίδα ξύλου. Εκεί ακριβώς, προκειμένου να θέσουν τα διαστήματα των φθόγγων από το λαιμό ως την κεφαλή, τοποθετούσαν έναν εγκάρσιων διαιρέσεων πήχη από έβενο. Έχει 8 χορδές, δηλαδή 4 ζευγάρια που αντιστοιχούν στις νότες: [σολ, ρε, λα, μι]. Οι χορδές των τριών ζευγαριών κουρδίζονται συνήθως στην ταυτοφωνία ενώ εκείνες του τέταρτου ζεύγους στην οκτάβα. Το κούρδισμα του λαούτου, θεωρείται γενικά δύσκολο και οι τρόποι κουρδίσματος ποικίλλουν. Παίζεται με χειροποίητη πένα που έχει επιμεληθεί ο μουσικός, από φτερό αρπακτικού πουλιού τσακισμένο στα δύο ή μακριά πλαστική πένα.

Παραδοσιακά μουσικά όργανα